- τσιγάρα
- цигари
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
ταμπακιέρα — Λέγεται και τσιγαροθήκη ή σιγαροθήκη. Μικρή θήκη για τσιγάρα ή πούρα, που την έχει μαζί του ο καπνιστής ή τοποθετείται, σε μεγαλύτερο σχήμα βέβαια, στα τραπέζια σαλονιών για τη χρήση των επισκεπτών. Παλαιότερα οι επιτραπέζιες συνήθως τ. ήταν έργα … Dictionary of Greek
φλομώνω — και φλωμώνω και σφλομώνω Ν [φλόμος / σφλόμος] 1. ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας στη θάλασσα φλόμο, ναρκωτική ουσία από το ομώνυμο φυτό 2. διαχέω καπνό, συνήθως δύσοσμο, δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα («μας φλόμωσες με τα τσιγάρα σου») 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό-Βυζαντινό Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς — Το μουσείο λειτουργεί από το 1988 στον παλαιό ναό της μονής, που αναστηλώθηκε από τον ελληνικό στρατό μετά τον καταστροφικό για την Κεφαλλονιά σεισμό του 1953. Στην είσοδο του ναού εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη και αποτοιχισμένες αγιογραφίες των… … Dictionary of Greek
Anna-Maria Papaharalambous — (Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους) is a Greek stage, television, and film actress. tage Credits*Οι Ηλίθιοι **Phonetic: I Ilithioi **Translation: The IdiotsTelevision Credits*Ψίθυροι Καρδιάς **Phonetic: Psithiroi Kardias **Translation: Whispers of the… … Wikipedia
άκαπνος — η, ο (Α ἄκαπνος, ον) αυτός που δεν βγάζει καπνό «άκαπνο σπίτι», «άκαπνον πυρ» νεοελλ. 1. αυτός που έχει μείνει χωρίς τσιγάρα 2. αυτός που δεν καπνίζει 3. όποιος δεν έχει ζήσει τους καπνούς τής μάχης, ο απόλεμος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι… … Dictionary of Greek
αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… … Dictionary of Greek
ακάπνιστος — η, ο (Α ἀκάπνιστος, ον) [καπνίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς «τοίχος ακάπνιστος» 2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τόν έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός 3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι… … Dictionary of Greek
αναπτήρας — ο τεχνολ. μικρή φορητή συσκευή με την οποία ανάβει κανείς επανειλημμένα φωτιά και κυρίως τσιγάρα, πούρα ή πίπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (αναπτήρες σιγάρων ηλεκτρικοί εν αμάξαις τού… … Dictionary of Greek
γιουμπέκι — το τα φύλλα τής κορυφής τού καπνού, από τα οποία κατασκευάζονται τα αρωματικά τσιγάρα … Dictionary of Greek
γλυκόπιοτος — η, ο (Μ γλυκόποτος, ον) (για ποτά και τσιγάρα) αυτός που έχει ευχάριστη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + πίνω] … Dictionary of Greek